διγλώσσου

διγλώσσου
δίγλωσσος
speaking two languages
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μασσιάλας, Βύρων — (Αθήνα 1929 –). Παιδαγωγός, κοινωνιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιστορία και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Butler, πολιτικές επιστήμες και παιδαγωγικά κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, του οποίου αναγορεύτηκε αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”